- μεμερισμένως
- μεμερισμένωςdividedlyindeclform (adverb)μερίζωdivideperf part mp masc acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμερισμένως — (ΑM) επίρρ. χωριστά αρχ. 1. κατά μέρη 2. κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμερισμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μερίζω] … Dictionary of Greek